Αρμίνιος

Αρμίνιος
(λατ. Αrminius, γερμ. Hermann, 16; π.Χ. – 19 μ.Χ.). Γερμανός ηγεμόνας. Αρχηγός των Χερούσκων, υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό και o Αύγουστος του απένειμε τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη της τάξης των ιππέων. Το 9 μ.Χ. όμως, για vα απελευθερώσει από τον ξενικό ζυγό την πατρίδα του, έστησε ενέδρα, στην οποία καταστράφηκαν οι ρωμαϊκές λεγεώνες που διοικούσε o Πόπλιος Κοϊντίλιος Βάρος· για την καταστροφή αυτή εκδικήθηκε αργότερα o Τιβέριος. Ο Α. δολοφονήθηκε με προδοσία. Έγινε σύμβολο της γερμανικής εθνικής συνείδησης και προς τιμήν του στήθηκε το 1875 μνημείο κοντά στην πόλη Ντέτμολντ (Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία). H μορφή του Α. έχει εμπνεύσει από τα χρόνια της Αναγέννησης πολλά ποιητικά έργα της γερμανικής λογοτεχνίας. Πρώτο χρονικά είναι o διάλογος Αρμίνιος (Arminius)του Ούλριχ φον Χιούτεν (1488-1523) σε λατινική γλώσσα και αξιόλογα το δράμα Αρμίνιος (Hermann, 1723) του Γιόχαν Σλέγκελ, από το οποίο o Φρ. Κλόπστοκ εμπνεύστηκε τριλογία με κεντρικό ήρωα τον Α. (Η μάχη του Αρμίνιου, Hermanns schlacht, 1769 - Ο Αρμίνιος και οι πρίγκιπες, Hermann und die Fursten, 1784 - Ο θάνατος του Αρμίνιου, Hermanns Tod, 1787), το δράμα Η μάχη του Αρμίνιου (Hermannssclacht, 1808) του Χάινριχ φον Κλάιστ και το ομώνυμο δράμα του Κρίστιαν Κράμπε που παίχτηκε το 1836. Στον χώρο της μουσικής έργα με τίτλο Αρμίνιος έγραψαν ο Αλεσάντρο Σκαρλάτι (1703) και ο Χέντελ (1737).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Βάρος, Πόπλιος Κουινκτίλιος — (Publius Quinctilius Varus, τέλη 1ου αι. π.Χ. – 9 μ.Χ.). Ρωμαίος αξιωματούχος. Ύπατος (13 π.Χ.), ανθύπατος της Αφρικής (8 7 π.Χ.), αντιπραίτορας στη Συρία (6 4 π.Χ.), όπου κατέστειλε την εξέγερση των Εβραίων, στάλθηκε το 6 μ.Χ. από τον Αύγουστο… …   Dictionary of Greek

  • Κλόπστοκ, Φρίντριχ Γκότλιμπ — (Friedrich Gottlieb Klopstock, Κβέντλινμπουργκ 1724 – Αμβούργο 1803). Γερμανός ποιητής και δραματουργός. Από τα φοιτητικά του ήδη χρόνια, στη Λειψία, ξεκίνησε τη συγγραφή του ποιήματος Μεσσίας (1748 73). Μετά τη δημοσίευση των πρώτων ασμάτων που… …   Dictionary of Greek

  • Τορνίκιος — Όνομα Βυζαντινής οικογένειας, που ήκμασε από τον 10o έως τον 14o αι. Γενάρχης της οικογένειας υπήρξε ο άρχοντας Αρμίνιος, ο οποίος εγκαταστάθηκε διά της βίας στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ρωμανό A’ και έμεινε εκεί έως τον θάνατό του.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”